άγκστρεμ

άγκστρεμ
(angström). Μονάδα μέτρησης μηκών που βασίζεται στο μήκος κύματος λR του ερυθρού φωτός του καδμίου (cd). Με διεθνή συμφωνία ορίστηκε το 1907 σύμφωνα με τη σχέση: λR = 6438.6496 Å, όπου Å είναι το διεθνές σύμβολο της μονάδας ά. Η σύγκριση του Å με το πρότυπο σύγκρισης μέτρο, βασισμένη στον μέσο όρο εννιά μετρήσεων με τη μέθοδο της συμβολής, απέδειξε κατά μια ευτυχή σύμπτωση ότι το μέτρο είναι σχεδόν ακριβώς ίσο με 1010 Å. Έτσι πρακτικά το Å λαμβάνεται ίσο προς 10-10 μ. ή 10-8 εκ., ή ένα εκατοντάκις εκατομμυριοστό του εκατοστόμετρου, αν και τούτο προσεγγίζει αυτό το βολικό νούμερο μόνο από σύμπτωση. To Å χρησιμοποιείται για τη μέτρηση πολύ μικρών μηκών, όπως είναι τα μήκη κύματος του φωτός και των ακτίνων Χ, και για αποστάσεις σε κλίμακα ατομική. Η μονάδα Å ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Σουηδού φυσικού Άγκστρεμ (1814-1874), ο οποίος πρώτος διαπίστωσε ότι στην ηλιακή ατμόσφαιρα υπάρχει υδρογόνο· έκανε επίσης πολλές έρευνες σχετικά με το ηλιακό φάσμα και ήταν o πρώτος που μελέτησε τη φύση του βόρειου σέλαος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Άγκστρεμ, Άντερς Γιόνας — (Anders Jöns Angström 1814 – 1874). Σουηδός φυσικός. Διευθυντής του αστεροσκοπείου της Ουψάλα και από το 1858 καθηγητής της φυσικής στο τοπικό πανεπιστήμιο. Μελέτησε τα φαινόμενα μαγνητισμού του βορείου σέλαος και υπήρξε πρωτοπόρος στην έρευνα… …   Dictionary of Greek

  • Άγκστρεμ, Άντερς Κνούτσον — (Anders Knutson Angström 1888 – 1981).Σουηδός γεωφυσικός. Γιος του Κνουτ, διευθυντής από το 1921 του Μετεωρολογικού Ινστιτούτου της Στοκχόλμης και καθηγητής της γεωφυσικής στο πολυτεχνείο της ίδιας πόλης. Μελέτησε τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα και… …   Dictionary of Greek

  • Άγκστρεμ, Κνουτ — (Knut Angström 1857 – 1910).Σουηδός φυσικός. Γιος του Άντερς Γιόνας. Καθηγητής φυσικής στα πανεπιστήμια Στοκχόλμης και Ουψάλα. Μελέτησε την ηλιακή ακτινοβολία και, ιδιαίτερα, τις ακτίνες Γκέισλερ. Επινόησε το πυρηλιόμετρο,ένα όργανο μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτροπία — Ιδιότητα που έχουν ορισμένες ουσίες να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας ή πίεσης στις οποίες βρίσκονται. Οι μορφές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική φυσική και χημική συμπεριφορά, σε ειδικές όμως περιπτώσεις… …   Dictionary of Greek

  • Ρόουλαντ, Χένρι — (Rowland, Χόουνσντειλ, Πενσυλβανία 1848 – I Βαλτιμόρη 1901). Αμερικανός φυσικός. Με μια μελέτη του επί των μαγνητικών ιδιοτήτων του σίδηρου και του νίκελ (1873) κατέκτησε την υπόληψη και τη φιλία του Μάξουελ, που υπήρξαν αποφασιστικές για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”