- άγκστρεμ
- (angström). Μονάδα μέτρησης μηκών που βασίζεται στο μήκος κύματος λR του ερυθρού φωτός του καδμίου (cd). Με διεθνή συμφωνία ορίστηκε το 1907 σύμφωνα με τη σχέση: λR = 6438.6496 Å, όπου Å είναι το διεθνές σύμβολο της μονάδας ά. Η σύγκριση του Å με το πρότυπο σύγκρισης μέτρο, βασισμένη στον μέσο όρο εννιά μετρήσεων με τη μέθοδο της συμβολής, απέδειξε κατά μια ευτυχή σύμπτωση ότι το μέτρο είναι σχεδόν ακριβώς ίσο με 1010 Å. Έτσι πρακτικά το Å λαμβάνεται ίσο προς 10-10 μ. ή 10-8 εκ., ή ένα εκατοντάκις εκατομμυριοστό του εκατοστόμετρου, αν και τούτο προσεγγίζει αυτό το βολικό νούμερο μόνο από σύμπτωση. To Å χρησιμοποιείται για τη μέτρηση πολύ μικρών μηκών, όπως είναι τα μήκη κύματος του φωτός και των ακτίνων Χ, και για αποστάσεις σε κλίμακα ατομική. Η μονάδα Å ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Σουηδού φυσικού Άγκστρεμ (1814-1874), ο οποίος πρώτος διαπίστωσε ότι στην ηλιακή ατμόσφαιρα υπάρχει υδρογόνο· έκανε επίσης πολλές έρευνες σχετικά με το ηλιακό φάσμα και ήταν o πρώτος που μελέτησε τη φύση του βόρειου σέλαος.
Dictionary of Greek. 2013.